δικασπόλος

δικασπόλος
δικασ-πόλος, wer sich mit dem Recht u. den Prozessen beschäftigt, Rechtspfleger, Richter

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικασπόλος — δικασπόλος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που απονέμει το δίκαιο, ο δικαστής 2. φρ. «δικασπόλον σκῆπτρον» σκήπτρο, σύμβολο δικαστικής εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός τ. που απαντά και στους μτγν. ποιητές. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό προς τα… …   Dictionary of Greek

  • δικασπόλος — qu̲el masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασπόλε — δικασπόλος qu̲el masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασπόλοι — δικασπόλος qu̲el masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασπόλοις — δικασπόλος qu̲el masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασπόλον — δικασπόλος qu̲el masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασπόλους — δικασπόλος qu̲el masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασπόλων — δικασπόλος qu̲el masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МИНОС —    • Minos,          Μίνως, древний мифический царь Крита; на него переносят все, что известно из критской истории двух последних столетий, предшествовавших Троянской войне. Он считался основателем дотроянского морского господства критян и… …   Реальный словарь классических древностей

  • δικασπολία — δικασπολία, η (Α) [δικασπόλος] 1. δικαστική απόφαση 2. κρίση, δίκη 3. το επάγγελμα τού δικαστή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”